- χελιδονισμός
- ὁ, Α [χελιδονίζω]το τραγούδι που έψαλλαν τα παιδιά, από πόρτα σε πόρτα, στην αρχή τού Βοηδρομιώνος στην αρχαία Ρόδο, κρατώντας στεφάνι με ομοίωμα χελιδονιού, για να προϋπαντήσουν τον ερχομό τών χελιδονιών και τής άνοιξης.
Dictionary of Greek. 2013.